Το Ηράκλειο μπορεί να αλλάξει
Ας θέσουμε ένα ερώτημα. Μπορούμε αλήθεια να δούμε αλλιώς την πόλη μας, την πόλη του Ηρακλείου; Η πόλη άλλαξε κάμποσες φορές όνομα, αλλά όχι μόνο. Άλλαξε αντίστοιχα και τον τρόπο που σκέπτεται, που συνειδητοποιεί την ύπαρξή της. Ιδρύθηκε από κουρσάρους Αγαρηνούς, την κατέλαβαν οι Βυζαντινοί και πέρασε αργότερα στην εξουσία των Ενετών. Τελευταίοι έφτασαν οι Οθωμανοί τον 17ο αιώνα.
Οι Τούρκοι την ενέταξαν στην κυριαρχία τους για δύο περίπου αιώνες, μέχρι την θεαματική αποδόμηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που οδήγησε την πόλη, μαζί με ολόκληρο το νησί της Κρήτης, στην ένωση με τον νεοελληνικό κράτος. Από την σχετικά πρόσφατη οθωμανική περίοδο δεν έμειναν και πολλά μνημεία.. Η όποια παρουσία τους στον πολεοδομικό ιστό της πόλης, καταστράφηκε στο μεγαλύτερο μέρος της, μετά την εθνική ομογενοποίηση που προκάλεσε η ανταλλαγή των πληθυσμών, στις αρχές του 20ου αιώνα. Κάποιος προσεκτικός παρατηρητής όμως, θα βρει αναφορές σε ξεχασμένα στο ιστορικό κέντρο καφ ασωτά παράθυρα, σε τοπωνύμια και σε κρήνες που προσπερνάμε αδιάφορα καθώς μαχόμαστε για την καθημερινότητά μας. Πιο πολύ, η εντός των τειχών πόλη έχει κρατήσει την άναρχη δομή του μαχαλά, όπως επίσης και τους εμπορικούς δρόμους της Τουρκοκρατίας, όπως η Καλοκαιρινού(Πλατειά Στράτα) και το Μεϊντάνι. Αλλά αυτές οι κεντρικές οδοί, ανάγονται ουσιαστικά στον Ενετικό σχεδιασμό.
Η Ενετική κυριαρχία , αν και παλιότερη, είναι πιο εμβληματική. Έχει δώσει στο Ηράκλειο απαράμιλλα μνημεία που μας υπενθυμίζουν πως αυτή η πόλη υπήρξε στο παρελθόν από τις σημαντικότερες της Ευρώπης. Είναι ίσως αυτή η κληρονομιά που θα μπορούσε να γίνει οδηγός για την αναγέννηση της πόλης μας.
Ας μην βιαζόμαστε όμως και ας αναρωτηθούμε πρώτα τι συνέβη. Η πολεοδομική ανάπτυξη της μεταπολίτευσης ήταν εκρηκτική, και μεταμόρφωσε την πόλη μας, από ένα μικρό αστικό κέντρο σε ένα μεγάλο πολεοδομικό συγκρότημα σαράντα χιλιάδων κατοικιών, οι μισές από τις οποίες είναι αυθαίρετες, καθώς δεν κατέστη δυνατό να εκπονηθεί και να εφαρμοστεί έγκαιρα ένα πολεοδομικό σχέδιο, κατάλληλο για τις μελλοντικές της ανάγκες.
Ήταν η κρίσιμη δεκαετία του ‘70 κατά την οποία χάθηκε το στοίχημα για μια αποφασιστική, κεντρικά σχεδιασμένη, παρέμβαση στην ρυμοτομία του Ηρακλείου. Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά ξεπερνούν τον στόχο του παρόντος άρθρου. Εμείς εδώ θα επικεντρωθούμε στο μέλλον. Αλλά πριν φτάσουμε εκεί, χρήσιμο θα ήταν να δούμε που βρισκόμαστε σήμερα.
Έγιναν πράγματι παρεμβάσεις στην παραλιακή ζώνη. Πολύ λίγα όμως και πολύ αργά, σε σχέση με το τί θα μπορούσαμε να είχαμε πετύχει. Φιλόδοξες επίσης, εκ των υστέρων, παρεμβάσεις στοίχισαν ακριβά. Η διάνοιξη της οδού Μίνωος σαν κεντρικού οδικού άξονα της πόλης είναι ένα παράδειγμα. Παρατηρούμε το ιστορικό λιμάνι του Ηρακλείου να διχοτομείται από την παραλιακή οδό, αποκομμένο από τα παλιά του Νεώρια. Το τεράστιο Μεγάλο Κάστρο, πνίγεται ανάμεσα στις άχαρες τσιμεντένιες πολυκατοικίες Πολύ μεγάλο όπως ήταν, γλύτωσε από την μετεμφυλιακή τσιμεντοποίηση που υπέστη το νησί μας. Στέκεται όμως κάπως αμήχανο ανάμεσα στο αταίριαστο περιβάλλον του. Τα κηποθέατρα και οι μικροπαρεμβάσεις κρύβουν σαν φύλλο συκής την αλήθεια που αντικρίζει κανείς αν ανέβει στον προμαχώνα Μαρτινένγκο και ρίξει μια ματιά στον ορίζοντα.
H παλιά πόλη είναι στην ουσία, ακόμα και σήμερα, το οικονομικό και διοικητικό κέντρο του νησιού, ακριβώς μέσα στην έκταση που καταλαμβάνει το παλιό Ενετικό τείχος, που προστάτευε μια πόλη 25 χιλιάδων κατοίκων όταν κτίστηκε. Η Μεγάλη Στράτα και το Μεϊντάνι, η πλατεία Κορνάρου όπου βρισκόταν το Βαλιδέ Τζαμί, η κρήνη Μοροζίνι, τα παλιά κτίρια της Νομαρχίας και των Δικαστηρίων, μαζί με την περιβάλλουσα εμπορική και διοικητική δραστηριότητα, ηγούνται ακόμα και σήμερα της ιστορικής μας πόλης, που ασθμαίνοντας από την οικονομική κρίση, προσπαθεί να βρει τον βηματισμό της στον 21ο αιώνα.
Αντικρίζοντας αυτή την πόλη, μπορούμε άραγε να ονειρευτούμε ένα καλύτερο μέλλον; Μια ριζική αναθεώρηση του αστικού της ιστού, μια αναπροσαρμογή εντέλει της ίδιας της ζωής μας;
ΣΙΓΟΥΡΑ ΝΑΙ. Μπορούμε να ονειρευτούμε μια καλύτερη πόλη και μπορούμε να την θελήσουμε. Αλλά θα πρέπει να μετρήσουμε τις δυνάμεις μας και έπειτα να προχωρήσουμε με τόλμη και αποφασιστικότητα.