Tales dot gr

Πέντε μάγγες στον Περαία

Κάποτε στο μεσοπόλεμο, τα δύσκολα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή, ένας πρόσφυγας από την Κασταμονή του Πόντου προσπαθούσε να επιβιώσει. Ήταν ένας ταλαντούχος μουσικός, που έφερε μαζί του στην προσφυγιά τις μακραίωνες μουσικές παραδόσεις της Μικράς Ασίας. Χρησιμοποιούσε τα περίεργα μουσικά όργανα της Ανατολής, ταμπουρά, ούτι, κανονάκι, τρίχορδo μπουζούκι. Έκανε ένα σωρό δουλειές για να επιβιώσει, ήταν εμποροράφτης και αργότερα άνοιξε οινομαγειρείο. Αναφερόμαστε στον Γιοβάν Τσαούς, μιας και σήμερα αφιερώνουμε το άρθρο μας στο πιο γνωστό του ίσως τραγούδι, τους "Πέντε μάγγες στον Περαία". Το ελληνικό του όνομα ήταν Γιάννης Εϊτζερίδης, όσο για το Γιοβάν Τσαούς σημαίνει Γιάννης ο λοχίας, προσωνύμιο που του κόλλησε γιατί είχε υπηρετήσει σαν λοχίας στον οθωμανικό στρατό.

Δώδεκα όλα κι όλα τραγούδια του Γιοβαν Τσαούς δισκογραφήθηκαν την περίοδο του μεσοπολέμου. Λέγεται πως ο καλλιτέχνης ήταν υπερήφανος και μοναχικός χαρακτήρας. Δεν του άρεσε επίσης να παίζει στα καφωδεία της εποχής. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που λίγα μόνο τραγούδια του έχουν διασωθεί. Από την άλλη πλευρά η δικτατορία του Μεταξά επέβαλλε λογοκρισία στη νεαρή βιομηχανία της δισκογραφίας, κάτι που έκανε πολλούς ρεμπέτες να σιωπήσουν. Ουσιαστικά η μεταξική δικτατορία και μετέπειτα η κατοχή σκότωσαν το ρεμπέτικο τραγούδι. Οι γνωστότεροι, καταξιωμένοι σήμερα, μουσικοί του μπουζουκιού, ανήκαν στην επόμενη γενιά του αρχοντορεμπέτικου, που έδωσε σπουδαία τραγούδια στον λαϊκό μας πολιτισμό, σε ένα πιο "mainstream" όμως πλαίσιο.

 

Σε αντίθεση με το αρχοντορεμπέτικο, το ρεμπέτικο τραγούδι καλλιεργήθηκε συχνά στο περιθώριο, γι αυτό και έχει μια ιδιαίτερη γλώσσα αλλά και ξεχωριστό κώδικα αξιών. Έτσι και το σημερινό μας κλασσικό πια τραγούδι , μπορεί να "ταξινομηθεί" στα "χασικλίδικα" τραγούδια. Σαν άνθρωπος που του αρέσει η τέχνη του λόγου, δεν μπορώ παρά να υποκλιθώ στην αμεσότητα των στίχων καθώς και στην ευγένεια που αποπνέει αυτό το μικρό ρεμπέτικο κομψοτέχνημα. Ο καμβάς πάνω στον οποίο φιλοτεχνήθηκαν οι στίχοι είναι πολύ απλός. Πρόκειται για μια παρέα που θέλει να καπνίσει ένα καλό "περσίας τουμπεκί" σε ένα τεκέ της εποχής. Το τουμπεκί τώρα δεν είναι παρά καπνός αναμεμιγμένος με μελάσα, αλλά και πολλές φορές με διάφορα αποξηραμένα φρούτα, που δίνουν στο κάπνισμα του ναργιλέ την ξεχωριστή του γεύση. Η παρέα λοιπόν πηγαίνει στον τεκέ αλλά απογοητεύεται από το...σκέτο τουμπεκί και την...κοπανάει. Πιθανότατα το τουμπεκί θα ήταν προτιμότερο να περιέχει και λίγο χασίσι για να προκύψει η ποθητή...μαστούρα.

Ο "ζούλα ναργιλές" λοιπόν, που αναφέρεται παρακάτω , προκύπτει σαν μια ανάγκη, καθώς η απαγόρευση του καπνίσματος της κάνναβης από το Μεταξικό καθεστώς περιόριζε τις επιλογές για τα παρεάκια της εποχής. Χαρακτηριστική εδώ είναι η προσπάθεια του καλλιτέχνη να διαχωρίσει τους "μάγκες" από τους διάφορους "δήθεν" της εποχής αλλά και από τους πρεζάκηδες. Αν και εκφράζεται μια νευρικότητα απέναντι στον τεκετζή, στο τέλος όμως οι στίχοι δεν είναι προσβλητικοί ούτε και προδίδουν θυμό. Αποπνέουν όμως μια αίσθηση μελαγχολίας για μια εποχή που φαίνεται να τελειώνει οριστικά.

Κι άλλες λεπτομέρειες του τραγουδιού έχουν συζητηθεί εκτενώς στο διαδίκτυο. Κρεμμυδαρού λεγόταν τότε η Δραπετσώνα, εξ αιτίας μιας προβλήτας που ξεφόρτωναν κρεμμύδια από την Λακωνία. Υπάρχει επίσης μια διχογνωμία για την ερμηνεία του Αντώνη Καλυβόπουλου. Ο κακός ήχος από το γραμμόφωνο έχει οδηγήσει σε αμφιβολία για το αν αναφέρεται σε βουναλάκι όπου καταφεύγουν η σε (στου) κουνελάκι. Μάλλον δεν έχει και τόση σημασία. Η μουσική τέλος του τραγουδιού λέγεται πως ακολουθεί μια swing (τζαζέ) γραμμή. Σε κάθως περίπτωση πάντως πρόκειται για ένα τραγούδι που αντέχει να το ακούσει κανείς πολλές φορές. Για την ιστορία να αναφέρουμε πως τους στίχους του τραγουδιού έγραψε η Αικατερίνη Χουρμούζη, γυναίκα του Γιοβάν Τσαούς. Χάθηκαν και οι δυο τους τον δύσκολο χειμώνα της πείνας του 1942, μετά από κατανάλωση χαλασμένου αλευριού. Ας μην πούμε περισσότερα. Απολαύστε το τραγούδι.

 

Και μια ερμηνεία χωρίς μπουζούκια από το Νίκο Πορτοκάλογλου και τις Φτερωτές Κιθάρες