Μην περιμένετε αστειάκια
Κάποιοι αναρωτιούνται τι κερδίζω, γιατί επιμένω στη μοναχική αυτή δραστηριότητα, γιατί επιμένω να γράφω στο παρόν blog. Ίσως νομίζουν ότι τα κίνητρά μου είναι οικονομικά, ότι κερδίζω ή ότι περιμένω να κερδίσω αργότερα χρήματα. Αυτό δεν είναι αληθές. Στην πραγματικότητα το blogging είναι για μένα ένα παθητικό από οικονομική άποψη. Γνωρίζω επίσης πως θα συνεχίσει να μου προκαλεί παθητικό, η μόνη διαφορά, με το πέρασμα του χρόνου και με την βοήθεια της γνώσης που έχω αποκομίσει, είναι πως καταφέρνω πια να μειώνω το κόστος αυτό. Έχω γράψει ένα παλιότερο άρθρο για τους "γραφιάδες" που προσπαθεί να εξηγήσει την ψυχολογία των ανθρώπων που γράφουν. Όμως το άρθρο ασχολείται με μια ομάδα ανθρώπων, δεν παρέχει την ανάλυση για τα δικά μου κίνητρα. Βέβαια ο προσεκτικός αναγνώστης θα προσπαθήσει πιθανότατα να με τοποθετήσει στο κάδρο, είναι αναφαίρετο δικαίωμά του. Ίσως όμως, όποιος έχει μπει στον κόπο να φτάσει ως εδώ, ίσως και να διαβάσει τις επόμενες, λίγες, αράδες. Και για να συνεχίσω με το άρθρο μου, θα χρειαστεί να κάνω ένα νοητικό αλλά και χρονικό...ακροβατισμό.
Το 1989 ο Διονύσης Σαββόπουλος βρισκόταν σε ένα κρίσιμο σημείο της καλλιτεχνικής του πορείας. Είχαν περάσει έξι χρόνια από τα "τραπεζάκια έξω" και απείχε ήδη πολύ από τις παλιότερες μεγάλες επιτυχίες του. Φτασμένος σαρανταπεντάρης πια, "με μπλοκ επιταγών" όπως αυτοσαρκάζεται σε ένα στιχάκι, αποτολμά να παρουσιάσει ένα δίσκο που κινδύνεψε να τινάξει στον αέρα όλη την καριέρα του. Μιλάμε για τον δίσκο "Το κούρεμα". Αν ψάξετε στο διαδίκτυο θα βρείτε ακόμα και σήμερα ένα ποταμό αμφίθυμων σχολίων για τον συγκεκριμένο δίσκο. Πόσο μάλλον στην ταραγμένη εκείνη περίοδο , του σκανδάλου Κοσκωτά και της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που οι "δασύτριχοι" (sic) της αριστεράς τού εξαπέλυσαν μια σφοδρότατη επίθεση, τέτοιας έντασης, που τον ανάγκασε να φύγει για τουρνέ στην Αμερική, καθώς δεν έβρισκε μαγαζί να τον φιλοξενήσει. Πέρα από τον δίσκο και κάποια αμφιλεγόμενα τραγούδια που πολιτικολογούσαν "ανερυθρίαστα", το παραδοσιακό του ακροατήριο, τού χρέωνε και επιλογές της κοινωνικής και επαγγελματικής του ζωής, που τον "έδειχναν" να φλερτάρει με την δεξιά και τον χριστιανισμό.
Όλα αυτά είναι συζητήσιμα, αλλά δεν ανήκουν τόσο στο σημερινό μας άρθρο. Εμείς, φιλοτεχνώντας το άρθρο μας, θα προσπαθήσουμε να καταδυθούμε στον ψυχισμό του μεσήλικα πια καλλιτέχνη. Στην ηλικία αυτή, χορτασμένος και επιτυχημένος αλλά όχι τόσο μεγάλος για να αποσυρθεί, παρακολουθεί την γενιά που μεγάλωσε μαζί της και τραγουδούσε τα τραγούδια του, να βυθίζεται σιγά σιγά σε ένα τέλμα, κοινωνικό και πολιτικό. Η "πλατεία που ήταν γεμάτη, με το νόημα που χει κάτι απ' τις φωτιές" ήταν άδεια πια και το μόνο που γέμιζε ήταν οι τσέπες αυτών που εξαργύρωναν τους παλιούς αγώνες. Το παλιό αυτό κοστούμι στένευε τον ταλαντούχο τραγουδοποιό. Η καλλιτεχνική του αντίδραση δείχνει ότι έκανε μια συνειδητή επιλογή (όλα είναι συνειδητά, δεν τραγουδήσαμε μαζί του;) μια επιλογή που θα τον οδηγούσε σε σύγκρουση με το κοινό του. Με την "μεγαλοπρεπή" γραφή που είναι διακριτή στην στιχουργική του, έγινε σχεδόν "θρασύς". "Αξίζει αλήθεια ν'ανεχτείς το σκυλολόι αυτού του Άδη, μόνο για να συναντηθείς με τους δικούς σου για ένα βράδυ...". Σας προτείνω να ακούσετε προσεκτικά το τραγούδι που παραθέτουμε παρακάτω, μην βγάλετε βιαστικά συμπεράσματα από τους στίχους που περικλείονται στα εισαγωγικά.
Τι έχουμε αποκομίσει στο μεταξύ; Πήραμε το παράδειγμα του εμβληματικού καλλιτέχνη και δείξαμε πως τα "έσπασε" με το κοινό του. Αναζήτησε την καλλιτεχνική του ελευθερία, αυτός που είχε σφυρηλατηθεί στο αμόνι της δισκογραφίας. Αναζήτησε ένα καινούριο τρόπο να ξαναβρεθεί με τους δικούς του, τους ακροατές του. Έψαξε μια νέα φωνή, ένα καινούριο τρόπο να τους πλησιάσει.
Παρά την εμπορική αποτυχία, ο συγκεκριμένος δίσκος παραμένει κατά κάποιο τρόπο κλασσικός. Όχι επειδή αρέσει τόσο πολύ, αλλά γιατί είναι περίεργα, σχεδόν ανατριχιαστικά, προφητικός.